Για ένα ακόμη καλοκαίρι οι πυρκαγιές κατατρώνε κι άλλα κομμάτια δασικού πλούτου και φυσικής ομορφιάς, ενώ μαζί με αυτά έχει καεί ένας άγνωστος ακόμη αριθμός κατοικιών κι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος βλέποντας για τρίτη φορά να καίγεται το σπίτι του αυτοκτόνησε.
Προς το παρόν για φέτος έχουν την τιμητική τους το Ρέθυμνο, ο Έβρος με το σπάνιας ομορφιάς δάσος της Δαδιάς, η Μυτιλήνη (με πυρόπληκτους και κει), οι πολύπαθες Αχαϊα, Ηλεία, Αρκαδία και Αττική. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει καθώς κρίνει ότι στις τελευταίες φωτιές σε Πεντέλη και Μέγαρα υπήρξε επαρκής συντονισμός, επαγρύπνηση και πλήθος μέσων για την κατάσβεσή τους, ενώ η έκταση της καταστροφής ήταν αναπόφευκτη λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων. Σ’ αυτήν της την αφήγηση έχει αρωγούς τα Μ.Μ.Ε.. Κι όμως η κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόσληψη 3.000 πυροσβεστών που ζητούσε η ίδια η υπηρεσία και είχε υποσχεθεί πέρσι ο Χαρδαλιάς. Από τότε έχουν προσληφθεί 500, αλλά ταυτόχρονα συνταξιοδοτήθηκαν 550. Λίγο καιρό πριν βέβαια δεν υπήρχε πρόβλημα να προσλάβει 600 αστυνομικούς για να στελεχώσουν την πανεπιστημιακή αστυνομία και προβλέπεται η πρόσληψη άλλων 700 για τη δικαστική αστυνομία. Και δεν ξεχνάμε τα ιλιγγιώδη εξοπλιστικά προγράμματα για Ραφάλ και φρεγάτες, αντί για την ανανέωση του εναέριου στόλου πυρόσβεσης. Το μότο της κυβέρνησης παραμένει το ίδιο με αυτό της αντιμετώπισης του κορωναϊού: σε κάθε περίπτωση οχυρωνόμαστε πίσω από την αστυνομική καταστολή, τον ιδεολογικό ρόλο των Μ.Μ.Ε. και της Εκκλησίας κι όταν οι καταστάσεις δυσκολεύουν ο υπαίτιος εντοπίζεται στην ατομική ευθύνη, όπως τώρα με τις πυρκαγιές που προβάλλεται ότι ο καθένας/μια ευθύνεται που δεν καθαρίζει το χωράφι του ή την αυλή του από ξερόχορτα.
Ήταν όμως φανερό χρόνια τώρα, κι από πέρσι το διαλαλούσαν πλήθος ανθρώπων ότι η δασοπυρόσβεση πρέπει να ενισχυθεί κι ότι η δασοπροστασία είναι κάτι ευρύτερο που περιλαμβάνει τη φροντίδα των δασών, της άγριας χλωρίδας και πανίδας όλο το χρόνο, που λειτουργεί προληπτικά ώστε τέτοιες φωτιές να μην μπαίνουν ή έστω να ελέγχονται ευκολότερα. Αυτά σημαίνουν ανασυγκρότηση των δασικών υπηρεσιών στην οποία να υπάγεται η δασοπυρόσβεση, η οποία να στελεχωθεί-εξοπλιστεί ανεξάρτητα από την υπόλοιπη πυροσβεστική.
Σίγουρα έχουμε συνεχώς όλο και πιο συχνά δασικές φωτιές με χαρακτηριστικά μεγαπυρκαγιών, χαοτικών φαινομένων που ακόμη και με τα πιο εξελιγμένα μέσα πυρόσβεσης δύσκολα μπορούν να ελεγχθούν. Τέτοιες δασικές πυρκαγιές που βλέπαμε ήδη παλιότερα σε παρθένα σχετικά δάση στην αμερικάνικη ήπειρο ή στην Ωκεανία έχουν εμφανιστεί στην Ελλάδα και γενικά στις μεσογειακές χώρες τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ βλέπουμε να εξαπλώνονται από την Αφρική ως τη Σιβηρία. Καθόλου τυχαίο φαινόμενο. Μπορεί να σχετιστεί άμεσα με την επέκταση της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε διάφορες περιοχές και χώρες του πλανήτη (για την περίπτωση π.χ. του Αμαζονίου δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία) και σίγουρα μπορεί πλέον να αναχθεί στην κλιματική αλλαγή, στις συνέπειες δηλαδή που ο πλανήτης και η ανθρωπότητα βιώνει από την καταστροφή της οικολογικής ισορροπίας που ο ίδιος τρόπος ανάπτυξης έχει εδώ και δεκαετίες προκαλέσει.
Για το Κεφάλαιο οι ζωές μας, οι φυσικοί-οικολογικοί όροι ύπαρξής μας, υπόκεινται στις ανάγκες της κερδοφορίας του. Το Κράτος στον έναν ή τον άλλο βαθμό, ανάλογα με τους κοινωνικούς-ταξικούς συσχετισμούς δύναμης και την ιδιαίτερη τάση που έχει στο τιμόνι του, επικεντρώνεται στη αξιοποίηση του Κεφαλαίου, όχι στις κοινωνικές ανάγκες, εν προκειμένω στις ανάγκες δασοπροστασίας, γι’ αυτές ότι περισσεύει. Η σημερινή κυβέρνηση το επιβεβαιώνει αυτό εμφατικά. Και η πιο ζωτική βιολογική ανάγκη είναι το οικοσύστημα στο οποίο ο άνθρωπος αποτελεί μέρος, αλλά για το Κεφάλαιο αυτό είναι σχετικό, ακόμη κι όταν προβάλλεται ως οικολογικό μέσω της πράσινης και αειφόρου ανάπτυξης.
Σ’ αυτήν τη φάση που βρισκόμαστε, πέρα από το αίτημα της άμεσης συγκρότησης της δασοπροστασίας με τις ανάλογες μαζικές προσλήψεις ή την ανανέωση του εναέριου στόλου, απαιτούμε την πλήρη αποζημίωση των ανθρώπων που έχασαν την κατοικία τους από τις πυρκαγιές, την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών τους, αντιπλημμυρικά έργα στις πληγείσες περιοχές και αναδάσωσή τους υπό συγκεκριμένους, επιστημονικά προσδιορισμένους όρους χωρίς κανένα περιθώριο επενδυτικής αξιοποίησης ή κατασκευής νέων αυθαιρέτων. Και για να μην μένουμε στο ίδιο έργο θεατές χρειάζεται η συγκρότηση τοπικών πρωτοβουλιών για την παρακολούθηση της αποκατάστασης του φυσικού τοπίου, των αποζημιώσεων, αλλά και της αποτροπής μελλοντικών επενδύσεων.