Η επαναφορά της Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές αποτελεί μια νέα φάση των πολιτικών και κινηματικών εξελίξεων. Υπό τη νέα διακυβέρνηση της δεξιάς πτέρυγας του Κεφαλαίου το Κράτος θα εμβαθύνει περαιτέρω τη βαρβαρότητα που μας έχει επιβληθεί και σκοπεύει να το κάνει με όρους καταστολής και ρεβανσισμού, με όρους μιας σχεδόν ακροδεξιάς ατζέντας, μιας και η δυναμική και η μαζικότητα των κοινωνικών κινημάτων της περιόδου 2008-2013, που δυστυχώς αυτοπεριορίστηκαν μέχρι την εναλλακτική κυβερνητική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, φόβισε την εγχώρια και την ευρωπαϊκή αστική τάξη και τις συντηρητικές της δυνάμεις.
Οι προθέσεις-εξαγγελίες άλλωστε της νέας κυβέρνησης δεν αφήνουν αμφιβολίες. Στο χώρο της Υγείας πιο συγκεκριμένα έδειξε τις αντικοινωνικές προθέσεις από την πρώτη κιόλας μέρα με την κατάργηση του ΑΜΚΑ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, την ίδια ώρα που έκοβε το ρεύμα στη κατάληψη στέγασης προσφύγων της Νοταρά για να μην ξεχνάμε τις κατασταλτικές μεθόδους με τις οποίες πρόκειται να εμπεδώσει τις αντικοινωνικές της πολιτικές και τον κοινωνικό κανιβαλισμό που θέλει να προμοτάρει. Αν η εν λόγω εξαγγελία είναι το τροχιοδεικτικό για το τι περιμένει τα πιο αδύναμα κοινωνικά κομμάτια της τάξης μας σε βαθμό που αγνοεί τις πιο ανθρώπινες ανάγκες του, αποτελεί τροχιοδεικτικό και για όλους τους υπόλοιπους.
Στο χώρο πάλι της υγείας η νέα ηγεσία του υπουργείου προβάλλει ως νέα κανονικότητα τις Σ.Δ.Ι.Τ. (σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα). Δηλαδή η λειτουργία της πρωτοβάθμιας δημόσιας υγείας θα έχει το ρόλο της παραπομπής για περαιτέρω διαγνωστική διερεύνηση των περιστατικών σε ιδιωτικά ιατρικά κέντρα. Ακόμη λοιπόν ένα κομμάτι του έμμεσου-κοινωνικού μισθού μας, απαραίτητου για τη συντήρησή μας ως εργατική δύναμη για το Κεφάλαιο, πρόκειται να μετατεθεί στα ατομικά βάρη του/της καθένα/μιάς μας προκειμένου να επενδύσει και να βγάλει περισσότερα κέρδη το ιδιωτικό κεφάλαιο και από την κάλυψη των πιο στοιχειωδών μας αναγκών.
Όλα αυτά όμως τα έχουμε ακόμη μπροστά μας, αλλά λαμβάνουν χώρα μετά από τεσσεράμιση χρόνια ‘αριστερής’ διακυβέρνησης κατά την οποία το εργατικό κίνημα παρουσίασε μια γενικότερη καθίζηση, αποτέλεσμα της ματαίωσης που σκόρπισε διάπλατα η εν λόγω διακυβέρνηση. Η ήττα του εργατικού και ανταγωνιστικού κινήματος προήλθε ακριβώς από την αδυναμία του να ανεξαρτητοποιηθεί από τις αφηγήσεις μιας εκδοχής της ρεφορμιστικής αριστεράς νομίζοντας ότι τα πράγματα θα πάνε καλά από μόνα τους, μόλις ανεβεί αυτή στην κυβέρνηση. Αυτή η αδυναμία είχε και έχει οδηγήσει σε πολύ μειωμένα αντανακλαστικά και αντιδράσεις οι οποίες αναμένονταν αναλογικά να είναι σαφώς εντονότερες.
Αν πάρουμε παράδειγμα πάλι το χώρο της υγείας είχαμε, όπως και σε όλους τους άλλους χώρους, την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, την καταστρατήγηση πολλαπλών εργατικών δικαιωμάτων και γενικότερα τη δημιουργία μιας μίζερης εργασιακής, και όχι μόνο, καθημερινότητας. Το εργατικό και αντικαπιταλιστικό κίνημα δεν θα πρέπει να παραμείνει στη ραστώνη, την απογοήτευση ή την αμηχανία μπροστά στη νέα ήττα που λέγεται άνοδος (εκλογική και κοινωνική) της Δεξιάς. Θα πρέπει να είναι έτοιμο με όλες του τις δυνάμεις ώστε να αποκρούσει την αντεργατική κανονικότητα και τα νέα μέτρα που έρχονται.
Δεν χρειαζόμαστε ούτε αδράνεια λόγω απογοήτευσης, ούτε να πέφτουμε από τα σύννεφα με το μέγεθος της επίθεσης, πρέπει να τους ρίξουμε εμείς. Τα προβλήματα, τα δικαιώματά μας, οι διεκδικήσεις μας παραμένουν στην ίδια κατεύθυνση και αυτή δεν είναι η καταστολή στα Εξάρχεια, η ασφάλεια και το καλό του Κράτους. Είναι το δικαίωμα για μια ζωή με αξιοπρέπεια αρχής γενομένης με τον αγώνα για συλλογικές συμβάσεις, έναν ικανοποιητικό άμεσο και έμμεσο μισθό και ίσα δικαιώματα για όλους. Τρομοκρατία είναι να ψάχνεις για δουλειά, όχι όλο αυτό το κλίμα φόβου που έχουν δημιουργήσει τόσα χρόνια τα ΜΜΕ ως ιδεολογικοί στυλοβάτες του εκμεταλλευτικού συστήματος.