Μετά την προσπάθεια των αφεντικών της ιδιωτικής υγείας για λοκ άουτ στις 23 με 25 Μάη, κατάφεραν και το πραγματοποίησαν στις 12 και 13 Ιούνη, ακριβώς μετά την 24ωρη απεργία των εργαζομένων στην ιδιωτική υγεία με βασική διεκδίκηση την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Όπως είχαμε γράψει στην ανακοίνωση στήριξης της 24ωρης πανελλαδικής απεργίας: «μετά από εννέα χρόνια μνημονιακών πολιτικών που κατέστρεψαν κάθε έννοια εργασιακής κανονικότητας στο χώρο της ιδιωτικής υγείας υπέρ της αυθαιρεσίας και της ευελιξίας του Κεφαλαίου στον χώρο αυτόν, μετά από άπειρα ‘‘δωράκια’’ όλων των κυβερνήσεων προς τ’ αφεντικά, οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων εμφανίζονται αδιάλλακτοι και ριγμένοι (…) αφορμή το νέο-εφαρμοζόμενο σύστημα της αυτόματης επιστροφής του ποσού που θεωρείται ότι υπερβαίνει αυτό που έχει οριστεί για διαγνωστικές δαπάνες ανά χρόνο, και μέσω αυτού γενικότερα για τη συνθήκη της οικονομικής ύφεσης του συστήματος του οποίου οι ίδιοι αποτελούν ενεργούμενο αλλά και ενεργό κομμάτι. Ταυτόχρονα μετακυλύουν το κόστος των διαγνωστικών πράξεων στους χρήστες υγείας, ενώ επιτίθενται καθημερινά σε όσα δικαιώματα έχουν ακόμα απομείνει στους εργαζομένους του κλάδου».
Οι εργοδότες βρήκαν ευκαιρία την προεκλογική περίοδο ώστε να πιέσουν την κυβέρνηση να υποχωρήσει στην απαίτησή τους να μην επιστρέψουν στον ΕΟΠΥΥ το «υπερβαίνον» ποσό, το ποσό που περιοριστικά κρίνει το Κράτος ότι αναλογεί να ξοδευτεί για συγκεκριμένες παροχές υγείας ανά χρονικά διαστήματα (clawback και rebate), για το 2ο εξάμηνο του 2018.
Ταυτόχρονα ζητούν από τους ασθενείς να πληρώσουν το 85% του ποσού των ιατρικών πράξεων και τους παραπέμπουν να ζητήσουν σε «δεύτερο χρόνο» από τον ΕΟΠΥΥ το κόστος των εξετάσεων, ενώ είναι ξεκάθαρο από τη σύμβαση που έχουν υπογράψει με τον κρατικό φορέα ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Ο ΕΟΠΥΥ αποδίδει ποσά μόνο στα ιδιωτικά κέντρα και όχι ατομικά στους χρήστες παροχών υγείας. Η κυβέρνηση με τη σειρά της ζήτησε από τους ασθενείς να απευθυνθούν στις δημόσιες δομές υγείας, αλλά η απάντηση από μεριάς των εργαζομένων στα νοσοκομεία ήταν ότι υπάρχει έλλειψη προσωπικού και πόρων/υλικών για να εξυπηρετηθεί ολόκληρος ο όγκος των ασθενών, μια απάντηση που ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.
Έτσι, οι ασθενείς βρέθηκαν όμηροι μιας σύγκρουσης μεταξύ των άμεσων κερδών του ιδιωτικού κεφαλαίου και των κρατικών πολιτικών υποβάθμισης της δημόσιας υγείας και περιορισμού των πόρων για κάλυψη των αναγκών των ασθενών προς όφελος πάλι συνολικά του Κεφαλαίου. Τελικά μετά από τη συνάντηση του υπουργείου με τους αντιπροσώπους των αφεντικών, με πρώτο και καλύτερο το νέο περιφερειάρχη Αττικής Πατούλη, σταμάτησε το λοκ άουτ, αφού η κυβέρνηση υποχώρησε στις απαιτήσεις των διαγνωστικών και εργαστηριακών κέντρων, οπότε πλέον οι ασθενείς θα πληρώνουν τους ιδιώτες για τις υπηρεσίες που τους παρέχονται και κατόπιν θα περιμένουν να πάρουν τα χρήματά τους από τον ΕΟΠΥΥ.
Αν από τη μεριά των αφεντικών η προεκλογική περίοδος ήταν κατάλληλη για άσκηση πίεσης δείχνοντας ταυτόχρονα ότι το μόνο κριτήριο του όποιου Κεφαλαίου, σε οποιοδήποτε πεδίο της κοινωνίας, είναι μόνο το κέρδος και η συσσώρευση του, από τη μεριά της αριστερής κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλεται το «να τι σας περιμένει άμα γίνει κυβέρνηση πάλι η δεξιά». Η απάντηση από τη δική μας μεριά, αυτής των προλεταριακών συμφερόντων, είναι ότι πρώτον τη «Δεξιά» τη φέρνει η ματαίωση από τη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για κυβερνητική διαχείριση του Κεφαλαίου και της κρίσης του ή με άλλα λόγια η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση όταν συνεχίζει την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας έναντι των υποχρεώσεών της προς τους δανειστές και το Κεφάλαιο γενικώς. Δεύτερον, γιατί η κατάσταση στο δημόσιο σύστημα είναι τέτοια που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει άμεσα όλους/ες; Η απάντηση είναι ίδια με την προηγούμενη, φταίνε οι μνημονιακές-φιλελεύθερες πολιτικές, δηλαδή η δεξιά πολιτική που εφάρμοσε η ίδια η κυβέρνηση. Ότι αιτιάσεις περί εξαναγκασμού κι αν επιστρατεύει, εκείνη επέλεξε να μην συγκρουστεί με το Κεφάλαιο αλλά να αποτελέσει τη συνέχεια του Κράτους άρα να μπει στο κάδρο του προβλήματος. Πιο εμφατικό παράδειγμα δεν υπάρχει: ικανοποίησε τις απαιτήσεις των ιδιωτών για μετακύλιση του κόστους ατομικά στους ασθενείς, την ίδια ώρα που στην απεργία της 11ης Ιούνη στο υπουργείο εργασίας δεν υπήρχε άνθρωπος για να δεχτεί την αντιπροσωπεία των εργαζομένων.
Από την άλλη το λοκ άουτ των αφεντικών είναι διδακτικό της αστικής υποκρισίας όταν αποκαλεί εγωιστές και συντεχνία τους εργαζόμενους όταν απεργούν, προκειμένου να τους φέρουν σε αντιπαράθεση με τους ασθενείς. Όμως οι εργαζόμενοι/ες σε ιδιωτική και δημόσια υγεία έχουν χίλιους λόγους να απεργήσουν, από τις συνθήκες, τα ωράρια και τις αμοιβές της εργασίας τους ως τις ελλείψεις στις δομές, τα υλικά, το προσωπικό των δομών υγείας, αλλά και για το ρόλο τους εντός του μοντέλου άσκησης της ιατρικής, της σχέσης θεραπευτή-θεραπευόμενου. Αυτοί οι λόγοι αποτελούν τον κοινό τόπο με τα συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών υγείας που πλέον εκβιάζονται είτε να δώσουν χρήματα για τη παραμικρή εξέταση, είτε να αφεθούν στη μοίρα τους. Άρα αποτελούν τους φυσικούς συμμάχους των απεργών εργατών κι όχι ένα σώμα σε αντίθεση με τους τελευταίους. Αντίθετα βρίσκονται σε μια εξ ορισμού αντιδιαστολή με τα λοκ άουτ των αφεντικών και τα ταξικά συμφέροντα πίσω από τα εν λόγω λοκ-άουτ.
Έτσι το μόνο ανάχωμα απέναντι στις επιθέσεις Κράτους και Κεφαλαίου, απέναντι στα διάφορα λοκ άουτ και ταυτόχρονα στην «αναγκαστική» προσαρμογή κάθε αριστερής κυβέρνησης στη γραμμή των εν λόγω επιθέσεων, είναι η κοινή προσπάθεια εργαζομένων, ανέργων του κλάδου και των χρηστών των παροχών υπηρεσιών υγείας ενάντια στο Κεφάλαιο και τις κρατικές επιλογές.