Η μεγαλειώδης εξέγερση του Δεκέμβρη χαρακτηρίστηκε από πολλούς –τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς– ως «η πρώτη εξέγερση της κρίσης». Ο ενθουσιασμός της εξέγερσης, τα διαρκή γεγονότα που παρήγαγε και το λαϊκό θάρρος που ανέδειξε, δημιούργησαν τότε την υπεραισιόδοξη αντίληψη ότι η κοινωνία είχε κατεκτημένη την ικανότητα της «άμεσης απάντησης» και ότι –αν μη τι άλλο– θα ήταν δύσκολο να της φορτωθεί το άχθος της οικονομικής κατάρρευσης του χρηματιστηριακού και τραπεζικού καπιταλισμού. Καθώς όμως ο Δεκέμβρης πέρασε χωρίς να συγκροτήσει νέες δομές ανάλογης έντασης με τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς να διατυπώσει μια νέα λαϊκή –ή πολύ περισσότερο εργατική– στρατηγική και χωρίς να κατοχυρώσει συγκεκριμένα κέρδη που θα ενίσχυαν τη θέση των εργαζομένων και των εκμεταλλευόμενων μέσα στον ταξικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, βρισκόμαστε ξανά στη θέση να βιώνουμε την κρίση και κυρίως τον τρόπο που την διαχειρίζονται –από θέση ισχύος– το Κράτος και το Κεφάλαιο.
Από τις 23 έως τις 26 Ιουνίου, διάστημα τεσσάρων όλων κι όλων ημερών, σε διαφορετικούς κλάδους από διαφορετικά αφεντικά, ανακοινώθηκαν –κατά προσέγγιση– 2.500 απολύσεις. Σχεδόν 2.000 από αυτές, αφορούσαν δύο και μόνο επιχειρήσεις, το δημοσιογραφικό συγκρότημα του Ελεύθερου Τύπου, στο οποίο το ζεύγος Αγγελοπούλου έβαλε απροειδοποίητα λουκέτο, και την Εμπορική Τράπεζα, όπου η γαλλική Crediti Agricole που διατηρεί το μάνατζμεντ επέλεξε την κλασική μέθοδο του ανθρωπιστικού κανιβαλισμού, δηλαδή την «εθελούσια» έξοδο. Οι δύο αυτοί κλάδοι –ΜΜΕ και τράπεζες– είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου η πίεση που ασκείται στους εργαζόμενους είναι το άδικο τίμημα της καπιταλιστικής φούσκας που φτιάχτηκε με μεράκι τις τελευταίες δεκαετίες. Πέραν των κραυγαλέων περιστατικών του Ελεύθερου Τύπου και της Εμπορικής Τράπεζας, και στους δύο αυτούς κλάδους είναι σταθερή τόσο η ροή απολύσεων όσο και η επιθετική ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Οι τραπεζίτες είναι οι βαρώνοι των ενοικιαζόμενων εργαζόμενων, ενώ οι εκδότες οι πρίγκηπες του «μπλοκ παροχής υπηρεσιών».
Ανάλογα φαινόμενα ωστόσο βλέπουμε παντού. Από το Λαναρά, που αφού πρώτα επιδοτήθηκε με δημόσιο χρήμα για να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας έβαλε λουκέτο με κλαρίνα και νταούλια ως τον κλάδο των κατασκευών που καταρρέει δημιουργώντας συνθήκες αόρατης ανεργίας για τους εργαζόμενους και από τον ιδιωτικό τομέα και το εμπόριο, όπου η απόλυση για την πιο στοιχειώση συνδικαλιστική δράση έχει γίνει καθεστώς μέχρι τις εταιρείες τηλεμάρκετινγκ που λειτουργούν με όρους σύγχρονου σκλαβοπάζαρου.
Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να μετατραπεί η κοινωνική αναταραχή σε συλλογικό φοβικό σύνδρομο, το Κράτος εντατικοποιεί την καταστολή, βάζοντας σε πρώτο στόχο τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, καλλιεργώντας τον ρατσισμό και διεκδικώντας να κατοχυρώσει για λογαριασμό του και για λογαριασμό του Κεφαλαίου ένα εργατικό δυναμικό σε ομηρία, αναγκασμένο να δουλεύει (;) με τους χειρότερους όρους. Με λίγα λόγια, το Κεφάλαιο προσπαθεί να μετατρέψει την κρίση του σε ευκαιρία. Επιχειρεί –και ως έναν βαθμό το πετυχαίνει– να εξέλθει από αυτήν με βελτιωμένους συσχετισμούς απέναντι στην Εργασία.
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται το μεγάλο κενό. Η απουσία σημαντικών δομών του κόσμου της εργασίας, ικανών να οργανώσουν την εργατική απάντηση στην εργοδοτική επίθεση. Η ΓΣΕΕ, εργατική συνομοσπονδία μόνο κατά το όνομα, κατόρθωσε μέσα σε αυτές τις συνθήκες να ξεπεράσει ακόμα και τον εαυτό της σε ακινησία, συνδιαλλαγή και υποταγή. Το ΠΑΜΕ, θεωρητικά αγωνιστικότερο της ΓΣΕΕ, απέχει από κάθε κοινωνική κίνηση που εκφεύγει του πλαισίου του και επιχειρεί αποτυχημένα να κοπιάρει έναν τύπο πολιτικο-πατερναλιστικού συνδικαλισμού, ο οποίος είχε χρεωκοπήσει ήδη σε εποχές πολύ λιγότερο οριακές από τη σημερινή. Δυστυχώς όμως, έξω από το πλαίσιο των διόσκουρων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η οργανωμένες συνδικαλιστικές απόπειρες παραμένουν φτωχές και χωρίς μόνιμο προσανατολισμό.
Ασφαλώς, η κατάσταση σε αυτόν τον τομέα έχει βελτιωθεί πολύ σε σχέση με ό,τι συνέβαινε πριν από λίγα μόλις χρόνια. Ταξικά ανεξάρτητα σωματεία έχουν συγκροτηθεί σε ορισμένους χώρους. Πρωτοβουλίες συντονισμού τους –ημιτελείς έστω– έχουν υπάρξει. Το εργατικό ζήτημα και ο συνδικαλισμός από σχεδόν απαγορευμένες λέξεις μέσα στο ελευθεριακό αντικαπιταλιστικό κίνημα έχουν αποκτήσει πλέον κεντρικό χαρακτήρα. Παραμένει ωστόσο απούσα η αντίληψη και κυρίως η πρακτική του οργανωτικού συντονισμού γύρω από συνδικαλιστικές δομές, με τρόπο που να προσεγγίζει το σύνολο των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι που αποφασίσαμε να εκδώσουμε αυτό το έντυπο, θέλουμε να συμβάλουμε σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Στην προώθηση δηλαδή μιας συνδικαλιστικής αντίληψης της εργατικής οργάνωσης, χωρίς πολιτική κηδεμονία, χωρίς γραφειοκρατία, αλλά με συγκεκριμένες ομοσπονδιακές και δημοκρατικές δομές που να μπορούν να περικλείουν τις εργατικές ανάγκες και να τις προωθούν από το μερικό στο γενικό. Αναγνωρίζοντας τον συνδικαλισμό ως την πραγματικά αυθεντική μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, διεκδικούμε την ενίσχυσή του σε κάθε χώρο δουλειάς και παλεύουμε μέσα στα σωματεία για τη μετατροπή τους σε πραγματικά όργανα πάλης των εργαζομένων. Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως αναρχοσυνδικαλιστές και προωθούμε αυτή την εκδοχή μέσα στον ευρύτερο εργατικό και αντικαπιταλιστικό κίνημα.
Ο χρόνος και η πράξη θα κρίνουν κι αυτή την απόπειρα.