Του Ευγένιου ΑΓΡΙΜΑΚΗ
Στις ευρωεκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 7 του περασμένου Ιούνη, το κόμμα του ΛΑΟΣ πέτυχε το υψηλότερο ποσοστό ψήφων που συγκέντρωσε ποτέ στην ιστορία οποιοδήποτε ακροδεξιό κόμμα στην Ελλάδα (7,2%).Στο ποσοστό αυτό, πρέπει να προστεθούν και άλλοι 30.000 –περίπου– ψήφοι (0,5%) που κατευθύνθηκαν προς την εξωκοινοβουλευτική ακροδεξιά, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων προς την ανοιχτά εθνικοσοσιαλιστική Χρυσή Αυγή. Αν και οι αριθμοί αυτοί είναι ήδη υψηλότεροι από οποιοδήποτε «σκορ» πέτυχε η ακροδεξιά κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης με τα διάφορα σχήματά της («Εθνική Παράταξη», ΕΠΕΝ κ.ά.), στην πραγματικότητα δεν μπορούν καν να μπουν στο ζύγι με αυτά. Γιατί εάν το 1977 ή το 1984 η ακροδεξιά βάσιζε τη δύναμή της στα υπολείματα ενός μηχανισμού που κυβερνούσε την Ελλάδα επί 40 χρόνια και τα οποία δεν είχαν ακόμα αποδεχθεί την ένταξή τους σε ένα καθεστώς συμβατικής αστικής δημοκρατίας, σήμερα εμφανίζεται με το (κλασικό κατά τα άλλα σε διεθνές επίπεδο) πρόσωπο του «πολιορκητικού κριού» που επιχειρεί να διεμβολήσει (ή εναλλακτικά να ρυμουλκύσει) το πολιτικό σύστημα από έξω. Με λίγα λόγια έχει αφήσει πίσω της τον άχαρο ρόλο αυτού που εξακολουθεί να υπερασπίζεται ένα Κράτος που εξεμέτρησε το βίο του (ρόλο που ιστορικά επιθυμεί να απονείμει στους πάσης φύσεως «φιλελεύθερους») και ανακτά ξανά το παλιό «καλό» σύνθημα του Μουσολίνι περί της «Κατάκτησης του Κράτους». Συμπερασματικά, δεν είναι πλέον αμυντική, αλλά επιθετική.
Υπό αυτή την έννοια, το ποσοστό του ΛΑΟΣ πρέπει να συγκριθεί ιστορικά με εκείνα των φασιστών της δεκαετίας του ’30 (του κόμματος του Κονδύλη, ή των «Ελευθερόφρονων» του Μεταξά), που αντίστοιχα πίεζαν το «παρηκμασμένο» πολιτικό σύστημα «από έξω». Ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι για την «Κατάκτηση του Κράτους», ο Μεταξάς χρειάστηκε εκλογικά ποσοστά κατά τι χαμηλότερα από αυτά του Καρατζαφέρη. Όπως επίσης ότι καμία έκφανση της ακροδεξιάς δεν εμφανιζόταν στο παρελθόν να διεμβολίζει σε τέτοιο βαθμό τα χαμηλότερα στρώματα (αξίζει να δει κανείς τη δύναμη του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής σε περιοχές όπως η Καισαριανή, το Περιστέρι, η Νίκαια κ.ο.κ.). Φαινόμενο που εξηγείται ακριβώς από την «επιθετικότητα» της ακροδεξιάς, δηλαδή την σύνδεσή της με τις στρεβλές ανάγκες μικρών και μεσαίων στρωμάτων μιας χώρας του «πρώτου κόσμου» μέσα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Βεβαίως, την ίδια τη νύχτα των εκλογών, οι έγκυροι αναλυτές έσπευσαν να ξορκίσουν τον υποτιθέμενο κίνδυνο. Ο (αριστερός) δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας Τάσος Παπάς για παράδειγμα, από το ραδιοφωνικό σταθμό του Συνασπισμού, καθησύχασε τον κόσμο βεβαιώνοντας ότι «το ΛΑΟΣ και ο Καρατζαφέρης δεν συνιστούν κατά κυριολεξία ακροδεξιά, όπως ας πούμε ο Λε Πεν στη Γαλλία». Και εξηγώντας της θέση του πρότεινε μια σειρά από επιχειρήματα («βασίζεται κυρίως στους ελιγμούς του αρχηγού του, λέει άλλα τη μία και άλλα την άλλη, επιλέγει πότε να επιτεθεί και πότε να τείνει χείρα φιλίας στην παραδοσιακή δεξιά για να προσελκύσει απογοητευμένους ψηφοφόρους»), που επιχειρώντας να παρουσιάσουν τις ιδιαιτερότητες του Καρατζαφέρη κατέληγαν να περιγράψουν με ακρίβεια τον… Λε Πεν. Όσο για τον βασικό άνκορμαν της «ορθής σκέψης» Γιάννη Πρετεντέρη, αυτός συμπαίρανε από την άνοδο του ΛΑΟΣ ότι «τον Δεκέμβρη δεν έγινε καμία εξέγερση» και απλά όσα συνέβησαν ενίσχυσαν τον «συντηρητισμό» στην κοινωνία. Τι κρίμα! Τέτοιος πρόμαχος του ορθολογισμού και αλεξητήρας της επιστημονικής γνώσης, και να του διαφύγει αυτό που μαθαίνουν τα παιδιά στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου: ότι η άνοδος της ακροδεξιάς, είναι κλασικό –το πιο κλασικό ίσως– σύμπωμα της περιόδου που ακολουθεί μεγάλες εξεγέρσεις που έμειναν ανολοκλήρωτες. Είναι το αντίβαρο που γεννά ο «τρόμος του κενού» στις παγωμένες ή όχι, επαναστατικές (και πάντως ριζοσπαστικές) προσδοκίες.
Αυτές οι ελαφρότητες δεν είναι βέβαια ελληνικό φαινόμενο. Εδώ και δυο δεκαετίες, σε όλη την Ευρώπη, η άνοδος της ακροδεξιάς συνοδεύεται από τις ίδιες ακριβώς σοφιστείες εκ μέρους των αναλυτών: τη σοβαρά υποστηριζόμενη θέση ότι τάχα «η δικιά μας ακροδεξιά δεν είναι ακριβώς ακροδεξιά» (σταθερά επαναλαμβανόμενη από χώρα σε χώρα), τη μετάθεση των ευθυνών σε όσους αμφισβητούν τον καπιταλισμό από τα αριστερά «ενεργοποιώντας τα συντηρητικά αντανακλαστικά στις κοινωνίες» και φυσικά, τον αφορισμό ότι δεν πρέπει να «χαρίσουμε όλον αυτόν τον κόσμο στην ακροδεξιά, χαρακτηρίζοντάς τον συλλήβδην ακροδεξιό» (λες και για να χαρακτηρίσεις κάποιον υπάρχει κάποιο εναλλακτικό από την πραγματικότητα κριτήριο και δεν αρκούν οι πράξεις του). Οι σαχλαμάρες του Παπά και του Πρετεντέρη δεν είναι λοιπόν καν πρωτότυππες.
«Ευτυχώς», η πραγματικότητα ήρθε με πολύ επιθετικό τρόπο να αποκαταστήσει την κυριολεξία των εννοιών. Από την επομένη κιόλας των ευρωεκλογών, το πολιτικό σύστημα, το Κράτος και η κυβέρνηση, και μαζί τους τα ΜΜΕ και κομμάτια των μεσαίων στρωμάτων, είχαν μια χαρά ρυμουλκηθεί από την ακροδεξιά προς τις θέσεις και τις πρακτικές της, απαντώντας έτσι στην πράξη στο αν υπάρχει ή όχι «ζήτημα ακροδεξιάς στην Ελλάδα». Τα ΜΑΤ έκαναν κάθε μέρα δύο και τρεις επιχειρήσεις-«σκούπα» σε διαφορετικά μέρη, ο πρωθυπουργός έθετε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ζήτημα της «λαθρομετανάστευσης», λέξη που ακουγόταν γύρω στις 40 μετρημένες φορές σε κάθε δελτίο ειδήσεων (ακόμη και στην ΕΡΤ), η αξιωματική αντιπολίτευση έψεγε την κυβέρνηση γιατί δεν κάνει αρκετά για το θέμα ή γιατί δεν τα κάνει αρκετά καλά, ακόμα και στον ΣΥΡΙΖΑ, η αφελής και καταστροφική πολιτική του διαταξικού multiculti («πολυπολιτισμικότητα») πέρναγε από κρισάρα, όχι όμως για τα κενά της και την πασιφανή απουσία ταξικού χαρακτήρα στην ανάπτυξή της, αλλά γιατί «το παρακάναμε με τους μετανάστες», όπως έλεγαν διάφορα μέλη του ΣΥΝ. Μόνο το ΚΚΕ έκανε στροφή, αναδεικνύοντας πιο έντονα το ζήτημα της μετανάστευσης από ταξική και αντιρατσιστική σκοπιά σε αυτό το διάστημα, αυτό όμως μάλλον συνηγορεί στη θέση ότι η ακροδεξιά ήρθε και μπαστακώθηκε μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, παρά το αντίθετο. Κι αυτό, υπό την έννοια ότι το ΚΚΕ διαπίστωσε για πρώτη φορά ξαφνιασμένο ότι απειλείται το μονοπώλιο που de facto είχε κατοχυρώσει στην λαϊκή ψήφο –διαμαρτυρίας ή συμπάθειας.
Το πραγματικά μεγάλο πρόβλημα με την ακροδεξιά είναι αυτό: ότι «αλώνει» το πολιτικό σύστημα και κατ’ επέκταση την καθημερινή ζωή με την παρουσία της και μόνο, νομιμοποιώντας πολιτικά τα πιο χαμηλά ατομικά ένστικτα και αντικαθιστώντας τη λογική της διαρκούς ομοσπονδίας των κοινών συμφερόντων (την οποία εισήγαγε ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ανέπτυξαν τα σοσιαλιστικά κινήματα και περιέγραψε στην άνωτατη μορφή της ο αναρχισμός) με τη λογική της επί τούτου συμμαχίας κοινωνιακών συντεχνιών (την οποία αποδέχεται ο οικονομικός φιλελευθερισμός, υμνεί η ακροδεξιά και θεσμοθετεί ο κρατικός φασισμός). Επί της ουσίας αυτό σημαίνει ότι η ταξική αλληλεγγύη αντικαθίσταται από ιδιότυπους μη σταθερούς δεσμούς στο εσωτερικό ενός στρώματος –όχι κατ’ ανάγκη (και στην πραγματικότητα πολύ σπάνια) οικονομικούς– με συνεπακόλουθη τη μετάλλαξη εννοιών και συμπεριφορών όπως η άμεση δράση και η αυτο-οργάνωση, που εμφανίζονται στο προσκήνιο στερημένες από το ταξικό τους περιεχόμενο και τη βαθιά δημοκρατική τους δομή. Αυτό πάνω-κάτω είναι ο φασισμός ως κοινωνικό κίνημα και με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη (αλλά και στις ΗΠΑ με διαφοροποιημένους όρους), ακολουθώντας ιστορικά κατά πόδας τα διάφορα σοσιαλιστικά κινήματα.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι ο φασισμός υπήρξε ένα εξαιρετικά δημοφιλές ρεύμα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Η δημοφιλία αυτή –όπως και η λαϊκότητά του– διατηρούνται και στην επανεμφάνιση του στην Ευρώπη, από το 1985 και μετά. Είναι επίσης γνωστό ότι η αντιμετώπισή του –ιδιαίτερα αφού μαζικοποιηθεί– δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Στην Ευρώπη ο φασισμός πρώτα συνετρίβη στρατιωτικά και μετά ηττήθηκε ηθικά. Κυρίως, το ιστορικό συμπέρασμα που προκύπτει, τόσο από την προπολεμική όσο και από τη σύγχρονη εμφάνιση των ακροδεξιών «κινημάτων», είναι ότι η αξιακή επίκληση του πολιτικού φιλελευθερισμού απέναντί τους (συνήθης πρακτική και της Αριστεράς), όχι μόνο δεν τα αποδυναμώνει αλλά τα ενισχύει. Κι αυτό γιατί η ακροδεξιά στηρίζεται ακριβώς στην αξιακή κατάρρευση του πολιτικού φιλελευθερισμού, στον οποίον χρεώνει όλες τις καπιταλιστικές δυσπλασίες, αφήνοντας ανέγγιχτη την οικονομική ουσία του καπιταλισμού. Η ακροδεξιά συντρίβεται όταν η συζήτηση κατευθύνεται εκεί που πρέπει, στην οικονομία με ό,τι αυτό περικλείει: τον καταμερισμό της εργασίας, την σχέση Κεφαλαίου – Εργασίας, την οργάνωση σε ταξική και αποκλειστικά ταξική βάση. Το γεγονός ότι κατά το μεσοπόλεμο ο φασισμός συνάντησε μαζική και λαϊκή αντίσταση μόνο στην Ισπανία δεν είναι καθόλου τυχαίο. Οφείλεται στο γεγονός ότι η οργάνωση της εργατικής τάξης (που είναι αυτή που έχει πραγματικό συμφέρον να συντρίψει την ακροδεξιά) δεν έγινε σε πολιτικό επίπεδο, αλλά σε κοινωνικό και οικονομικό. Η τάξη δηλαδή αναγνώριζε τον εαυτό της ως τέτοιο μέσα από τις οικονομικές οργανώσεις, τα συνδικάτα, και όχι μέσα από εξωτερικές κομματικές δομές. Απέκτησε έτσι τη δυνατότητα να ξεχωρίζει τον καπιταλισμό από τα συμπτώματά του και να αναπτύξει σε ουσιαστικό βαθμό την εργατική αλληλεγγύη.
Η ανάπτυξη ενός πλατιού και ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, που αυτό θα θέτει την ατζέντα στην ελληνική κοινωνία, είναι η πραγματική απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς. Ο ταξικός συνδικαλισμός αποτελεί την ομοσπονδία των κοινών συμφερόντων από εργατική σκοπιά, άρα την πραγμάτωση της εργατικής αλληλεγγύης απέναντι στις πλασματικές ταυτότητες που προβάλει η ακροδεξιά. Οι αντιρατσιστικές παρεμβάσεις (στο παλιό Εφετείο, στον Άγιο Παντελεήμωνα και οπουδήποτε αλλού), μπορεί να είναι έτσι κι αλλιώς αξιοσέβαστες αλλά έχουν πρακτική σημασία μόνο στο βαθμό που γίνονται από την ταξική σκοπιά του ενιαίου συμφέροντος των ελλήνων και των μεταναστών εργαζομένων. Διαφορετικά εκπίπτουν από το επίπεδο της αλληλεγγύης σε αυτό της φιλανθρωπίας.
Η ακροδεξιά βαρβαρότητα επομένως, δεν είναι απλά ένας ορατός κίνδυνος για την ελληνική κοινωνία. Είναι ήδη παρούσα σε αυτήν και ο κίνδυνος αφορά τη μεγαλύτερη επέκτασή της. Είναι παρούσα στις κατασταλτικές πολιτικές, στις απελάσεις των μεταναστών, στους ρατσιστικούς βανδαλισμούς της Μανωλάδας, της Κυψέλης και της Ομόνοιας. Είναι όμως παρούσα και στη στασιμότητα των εργατικών αγώνων και στην τελμάτωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην ακινησία των εργατικών διεκδικήσεων και στην καθήλωση των εργατικών δικαιωμάτων των μεταναστών. Αυτή τη βαρβαρότητα οφείλουμε να την αναγνωρίσουμε σε πείσμα των αστικών αερολογιών που επιχειρούν να τη σχετικοποιήσουν. Και αναγνωρίζοντάς την, να την αντιπαλέψουμε προτάσσοντας τη δική μας ένωση, τη συνδικαλιστική ένωση των εργαζομένων. Θυμίζοντας ξανά, ότι το δικό μας έθνος είναι οι ανάγκες μας, οι ανάγκες της τάξης μας, η τάξη μας. Η εργατική τάξη.
Ευγένιος ΑΓΡΙΜΑΚΗΣ