Ανακοίνωση της Κλαδικής Υγείας της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε για τις εξελίξεις στον κλάδο ενόψει εκλογών.
Η Ν.Δ., που επί τρία χρόνια (2020-2023) διαχειρίστηκε με βαθιά ταξικό και κατασταλτικό τρόπο, γι’ αυτό και ανορθολογικό, την πανδημία του κορωνοϊού και παρ’ όλες τις εκατόμβες απ’ αυτήν και την κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας, φρόντισε να προχωρήσει ακριβώς στη διάλυση του αποδυναμωμένου Ε.Σ.Υ. (νόμος για το «νέο Ε.Σ.Υ.»), και να τελειώσει τη θητεία της με την ιδιωτικοποίηση της μοναδικής παιδο-ογκολογικής κλινικής στην Αθήνα. Εφάρμοσε ότι είχε εξαγγείλει πριν γίνει κυβέρνηση, δηλαδή ότι επίτασσε η κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου στον υγειονομικό τομέα της οικονομίας και κυριολεκτικά «όποιον πάρει ο Χάρος…». Ακριβώς όπως συνέβη με την ιδιωτικοποίηση/σαλαμοποίηση του σιδηροδρομικού δικτύου, το χρηματιστήριο της ηλεκτρικής ενέργειας και εσχάτως την ιδιωτικοποίηση του νερού.
Τώρα προεκλογικά από τη μια προβάλλει κυνικά και χυδαία ότι σε μια νέα διακυβέρνηση εκ μέρους της σκοπεύει να μετατρέψει όλα τα δημόσια νοσοκομεία σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Από την άλλη στο παρά πέντε ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι υποτίθεται θα γίνουν 10.000 προσλήψεις στον τομέα της υγείας, την ίδια που διαλύει, που διακηρύσσει ότι θέλει περαιτέρω να ιδιωτικοποιήσει. Δεν απορούμε, η Ν.Δ. είναι η παράταξη που κατεξοχήν εκφράζει τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης, σε μια εποχή που το Κεφάλαιο βρίσκεται σε πολλαπλή κρίση (οικονομική, πολιτική, υγειονομική, οικολογική, που τελικά καταλήγει σε πολεμική), το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί είναι ακόμη πιο επιθετικές αντι-κοινωνικές πολιτικές στην υγεία, όπως και σε κάθε κοινωνική σφαίρα, με τυράκια για υποσχέσεις προσλήψεων που έτσι κι αλλιώς είναι ένα κλάσμα από τις πραγματικές ανάγκες.
Ο άλλος πόλος πιθανής κυβερνητικής διαχείρισης του ελληνικού κράτους, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., ακριβώς επειδή πατάει στην ίδια πραγματικότητα της πολλαπλής κρίσης του Κεφαλαίου, δεν έχει να πει τίποτα άλλο παρά μόνο ότι δεν θα κάνει αυτά που η Ν.Δ. εξαγγέλλει προεκλογικά, τίποτα όμως για το αν θα καταργήσει ότι αντικοινωνικό η τελευταία ήδη θέσπισε (για το νόμο περί «νέου Ε.Σ.Υ.» μιλά για πάγωμά του, όχι κατάργησή του), αν έστω γυρίσει στο δημόσιο την παιδο-ογκολογική κλινική (με την ανάλογη έμψυχη και άψυχη ενίσχυση), πόσο μάλλον αν θα ικανοποιήσει γενικότερα τα αιτήματα του υγειονομικού κινήματος και τις ανάγκες του συστήματος υγείας, ήδη εμφατικά παρούσες πριν την πανδημία, αν (π.χ.) θα ανοίξει τα νοσοκομεία που έχουν κλείσει ή συγχωνευθεί από το 2010, αν θα οχυρώσει το δημόσιο σύστημα στις νέες πιθανές πανδημίες. Το ίδιο ισχύει και για τον πιθανό κυβερνητικό εταίρο είτε της Ν.Δ., είτε του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, που έχει αποδείξει πολλαπλά και επί δεκαετίας ότι αποτελεί πυλώνα του Κεφαλαίου.
Μέσα στο προεκλογικό παιχνίδι υπάρχουν διάφορα ακροδεξιά ή φασιστικά αποκόμματα που αναπαράγουν το διαχωρισμό στο εσωτερικό της εργατικής τάξης σε Έλληνες που δικαιούνται υγειονομικής περίθαλψης και αλλοδαπούς που η ζωή τους δεν μετράει. Ταυτόχρονα προσπαθούν να κερδίσουν από το ρεύμα ανορθολογισμού που αρνιόταν την πανδημία ή τη χρήση εμβολιασμών, αποτελώντας κύημα και ταυτόχρονα την πιο βάρβαρη κοινωνική και πολιτική εκδοχή της συστημικής κρίσης. Μια εκδοχή παρούσα στο εσωτερικό της κυβερνώσας παράταξης με υπουργικούς θώκους, ακόμη και στην υγεία, καθώς και γενικότερα η κυβερνητική πολιτική έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της ακροδεξιάς/ανορθολογικής εκδοχής της βαρβαρότητας στο κοινωνικό σώμα.
Η απάντηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στον εκλογικό στίβο, στο πεδίο της αστικής πολιτικής. Με βασικό, αλλά όχι μοναδικό, όπλο την απεργία χρειάζεται και μέσα στην προεκλογική περίοδο (πιθανόν να δούμε και δεύτερη τέτοια) να δούμε το παράδειγμα της Γαλλίας. Διεκδικούμε αυξήσεις στον ονομαστικό και πραγματικό μισθό, προσλήψεις και ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας ως άμεσες διεκδικήσεις, αλλά έχοντας τη γνώση ότι οι ανάγκες μας πάνε πολύ πέρα απ’ αυτές, ως την κοινωνικοποίηση όλης της παραγωγή και όλων των υπηρεσιών από την ίδια την εργατική τάξη.