Το νομοσχέδιο που πέρασε από το κοινοβούλιο και μεταρρυθμίζει την παρούσα λειτουργία και δομή του τομέα της ψυχικής υγείας, έχει ως προκάλυμμα το στοίχημα της αποασυλοποίησης, δηλαδή την ελευθεριακή πρόταση για το ξεπέρασμα του διαχωρισμού των ανθρώπων με βάση την οριζόμενη κανονικότητα και την ένταξη των ασθενών στην κοινότητα. Οι θεραπείες λοιπόν θα γίνονται σε κέντρα ψυχικής υγείας, που δεν έχουν δυνατότητα νοσηλείας, οπότε και ο ασθενής θα ζει μέσα στην κοινωνία, δεν θα «ασυλοποιείται». Όμως μόνο προς αυτήν την κατεύθυνση δεν κινείται το περιεχόμενο αυτού του νόμου.
Αντιθέτως, θεσμοθετείται πλέον ο χαρακτήρας των ψυχιατρικών κλινικών ως ύστατου τόπου παροχής ιατρικών υπηρεσιών, ενώ πλέον θα είναι υποχρεωτική η θεραπεία στην κοινότητα. Όταν η τελευταία αποτυγχάνει, όταν ο ασθενής αντιδρά στη θεραπεία, κρίνεται ότι έχει επιθετική συμπεριφορά ή τελεί ποινικό αδίκημα ο νόμος τον παραπέμπει στο ψυχιατρικό νοσοκομείο/κλινική, επιτρέποντας επιπλέον κι επίσημα κατασταλτικές πρακτικές (μηχανική καθήλωση ή απομόνωση). Ο χαρακτήρας του ασύλου και της απομόνωσης, όχι μόνο δεν καταργείται αλλά επισημοποιείται και επικυρώνεται ως ιατρική πρακτική, προσδίνοντας ένα ρόλο φυλακής στις νοσοκομειακές δομές ψυχικής υγείας, ο οποίος εξ ορισμού μόνο την υγεία δεν προάγει, αφού η τελευταία αν μη τι άλλο προϋποθέτει την ελεύθερη άσκηση των δυνάμεων και δυνατοτήτων του ανθρώπου.
Ταυτόχρονα η μετάθεση των θεραπειών στην κοινότητα γίνεται με τους όρους που γίνονται όλες οι αντι-μεταρρυθμίσεις τα μνημονιακά χρόνια. Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία και κλινικές θα καλύπτουν πλέον λιγότερες κοινωνικές ανάγκες, οπότε ανοίγει η πόρτα για κατάργηση κλινικών και οργανικών θέσεων, άρα και θέσεων εργασίας. Ταυτόχρονα τα κέντρα ψυχικής υγείας που θα υποδέχονταν τις ανωτέρω ανάγκες προκειμένου να γίνουν οι θεραπείες στην κοινότητα, είναι υποστελεχωμένα. Επιπλέον, την ίδια ώρα, οι κοινωνικές συνθήκες επιδεινώνουν τις ζωές εκατομμύριων προλετάριων με φυσικό επακόλουθο την επιβάρυνση της ατομικής ψυχολογικής κατάστασής τους από την ματαίωση της καθημερινότητας, που τους σπρώχνει στην πιθανή ανάγκη χρήσης υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Για το Κεφάλαιο όμως είμαστε παράμετροι της παραγωγής του, όχι ανθρώπινα όντα με συγκεκριμένες ανάγκες, οπότε μέσα στην κρίση αναπαραγωγής του μεταθέτει αυτήν την κρίση στις πλάτες μας. Το νομοσχέδιο έρχεται να επικυρώσει το πέταγμα των περισσευούμενων για το Κεφάλαιο ανθρώπων στην τύχη τους, την ώρα που η ζωή υπό την κυριαρχία του κλονίζει την ψυχική τους υγεία.
Τελικά το περιεχόμενο της αντι-μεταρρύθμισης στην ψυχική υγεία είναι από πάνω ως κάτω (νεο)φιλελεύθερο, μια καρικατούρα της ελευθεριακής πρότασης της αποασυλοποίησης και της θεραπείας μέσω της ελεύθερης ανάπτυξης/δράσης του ατόμου στην κοινότητα και του ξεπεράσματος των διαχωρισμών μεταξύ των ανθρώπων, που μας άφησε ως διακύβευμα ο Μάης του ’68, 50 χρόνια μετά από την έκρηξή του. Έρχεται να προστεθεί στην περαιτέρω υποτίμηση της ζωής τόσο των εργαζομένων στις δομές ψυχικής υγείας (είτε νοσοκομεία, είτε κέντρα), όσο και των ψυχικά πασχόντων, μέσω της διάλυσης των δημόσιων παροχών υγείας. Επιπροσθέτως η ευθύνη για την κατάσταση και τη βελτίωση των ασθενών δεν μετατίθεται στην κοινότητα, αλλά στο κάθε άτομο ξεχωριστά. Ως αντίβαρο αυτής της εξατομίκευσης το Κράτος δεν προβάλλει παρά την κατασταλτική πρακτική του νέου ψυχιατρείου-φυλακή, που θα αναλαμβάνει τους «απροσάρμοστους», τους «επικίνδυνους». Μια τύχη γι’ αυτούς, που τους αξίζει σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη λογική, αφού δεν ακολούθησαν πιστά τη θεραπεία στην κοινότητα των αποστελεχωμένων δομών. Κατασκευάζεται λοιπόν μια συνθήκη όπου το άτομο-ασθενής δεν μπορεί να ανταποκριθεί όπως πριν στην κατάστασή του, αλλά η ευθύνη θα αναλογεί στο ίδιο κι όχι στο πλαίσιο που υφαίνει αυτήν τη συνθήκη μέσα στην οποία καλείται να ζήσει και να θεραπευτεί. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, που προτείνεται ουσιαστικά ως λύση για τα αποτελέσματα της παραπάνω συνθήκης, είναι η εναπόθεση ενός κατασταλτικού ρόλου σε ένα κομμάτι των εργαζομένων στην ψυχική υγεία, φέρνοντας τους αντιμέτωπους σε ένα άλλο κομμάτι της τάξης (δεδομένου ότι η πλειονότητα των ασθενών ανήκει στην εργατική τάξη) με όρους αντιπαλότητας και όχι αλληλεγγύης, επιτείνοντας έτσι έναν ακόμη διαχωρισμό στο εσωτερικό της τάξης, αυτόν μεταξύ θεραπευτών και θεραπευόμενων.
Η απάντηση από πλευράς μας, μπορεί να ακούγεται κοινότυπη, αλλά είναι η μόνη ρεαλιστική και αποτελεσματική. Είναι αυτή του αγώνα της τάξης μας μέσα και έξω από τους χώρους εργασίας, εν προκειμένω των εργαζομένων στις δομές της ψυχικής υγείας και γενικότερα του κλάδου μαζί κι από κοινού με τους θεραπευόμενους, τους χρήστες των αντίστοιχων υπηρεσιών. Στον αντίποδα του διαχωρισμού στο εσωτερικό μας, μπορούμε να πιάσουμε το νήμα του Μάη του ’68 που μνημονεύσαμε παραπάνω και να δούμε ότι η τάξη συγκροτείται ως υποκείμενο και πετυχαίνει νίκες όταν ενοποιεί την αντίδρασή της στις επιταγές του Κεφαλαίου σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής που δέχεται επίθεση. Τα σωματεία των εργαζομένων, οι πρωτοβουλίες τους «από τα κάτω» μπορούν κι έχουν συμφέρον να ξεκινήσουν έναν αγώνα μαζί με συλλόγους και κινήσεις ασθενών για τον κοινό στόχο μιας άλλης ιατρικής πράξης, άλλης θεώρησης και αντιμετώπισης της ψυχικής ασθένειας, άλλης θεραπευτικής σχέσης και ενός άλλου κόσμου που μπορεί να χτίσει όλα αυτά, αρχής γενομένης από την οργάνωση του αναχώματος στην παρούσα προσπάθεια της κυβέρνησης.
Η Κλαδική Ένωση Υγείας της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε, στηρίζει την κινητοποίηση που οργανώνει η «πρωτοβουλία για ένα πολύμορφο κίνημα στην ψυχική υγεία», έξω από το υπουργείο υγείας στις 18/05/2018 στις 12:30’ ενάντια στο νέο νόμο, και καλεί να στηριχθεί απ’ όλους/ες.