Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για το «μεταναστευτικό πρόβλημα». Ρατσιστικές και αντιρατσιστικές επιτροπές, ακραίοι δεξιοί και ευαίσθητοι αριστεροί, εθνικισμός και πολυπολιτισμικότητα αντιπαρατίθενται στις οθόνες των καναλιών και ζητούν από το Κράτος είτε την εκδίωξη είτε την ενσωμάτωση των μεταναστών και των προσφύγων χωρίς χαρτιά. Η εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενίσχυσε σημαντικά όλη αυτή τη φιλολογία και τα αντίστοιχα κυβερνητικά μέτρα και κοινωνικές πρακτικές που τη συνοδεύουν.
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι είναι λάθος για όσους τουλάχιστον επικαλούνται μια αντιρατσιστική οπτική να εξετάζουν το ζήτημα μόνο ή κυρίως από ανθρωπιστικής πλευράς. Το θέμα της μετανάστευσης δεν είναι θέμα συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. Οι μετανάστες δεν έρχονται στην Ελλάδα για τουρισμό. Αναγκάζονται να βρεθούν εδώ εξ’ αιτίας της πολεμικής κατάστασης που επικρατεί στις χώρες καταγωγής τους, κατάσταση για την οποία ευθύνη φέρει και ο μισθοφορικός ελληνικός στρατός.
Το ελληνικό Κράτος παρά την κατασταλτική πολιτική του και τις αντιμεταναστευτικές κορώνες του, θέλει ένα μόνιμο ποσοστό μεταναστών. Πιο συγκεκριμένα θέλει ένα ποσοστό «λάθρο» – μεταναστών που θα δουλεύουν υποτιμημένοι, χωρίς ένσημα και χωρίς δικαιώματα, μοχλός πίεσης της εργατικής δύναμης προς τα κάτω. Αυτός είναι και ο λόγος που οι κυβερνήσεις δεν έχουν θεσμοθετήσει τις περίφημες ποσοστώσεις που διεκδικεί ο Καρατζαφέρης. Αν το Κράτος δήλωνε επίσημα πόσους χρειάζεται θα ήταν αναγκασμένο να τους προσφέρει και κάποια στοιχειώδη αγαθά και δικαιώματα. Αντίθετα με το να τους κρατά σε καθεστώς παρανομίας μειώνει περισσότερο την αξία της εργατικής τους δύναμης.
Έτσι, ο ρατσισμός σήμερα δεν έχει να κάνει με τη διάκριση της ανθρωπότητας σε «ανώτερες» και «κατώτερες» φυλές αλλά με τη συμβολή στην ολοένα και μεγαλύτερη υποτίμηση ενός σημαντικού μέρους του κόσμου της εργασίας: των μεταναστών. Είναι όπλο στα χέρια των εργοδοτών για να ρίξουν τα μεροκάματα, να διασπάσουν την ενότητα των εργαζομένων και αντλήσουν περισσότερα κέρδη. Η απάντηση λοιπόν στο ρατσισμό δεν είναι η «πολυπολιτισμικότητα», αλλά η ταξική ενότητα των εργατών απέναντι στα αφεντικά και το Κράτος. Είναι η συνειδητοποίηση ότι η επίθεση στους μετανάστες είναι επίθεση στην εργατική τάξη και την αξία της εργασίας της, είναι επίθεση σε όλους και όλες μας.
Το δεύτερο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι οι μεταλλάξεις του ρατσιστικού λόγου στο πέρασμα των χρόνων. Ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια δεξιά και αριστερά ακούγαμε λ.χ. ότι «το πρόβλημα είναι οι Αλβανοί, ενώ οι Πακιστανοί είναι καλά παιδιά», η τάση αυτή μοιάζει σήμερα να αναποδογυρίζει. Ακόμα και ανοικτά ναζιστικά έντυπα που τα προηγούμενα χρόνια έχυναν τη χολή τους ενάντια στους αλβανούς μετανάστες ανακάλυψαν ξαφνικά την «πολιτισμική συγγένεια» ελλήνων και αλβανών και επικεντρώνουν το μίσος τους σε άλλες εθνότητες. Παράλληλα εφημερίδες όπως η Καθημερινή προειδοποιούν για τον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης των πακιστανών μεταναστών και συναγωνίζονται τους ακροδεξιούς σε ρατσιστική ρητορεία. Όλα αυτά βέβαια, διόλου άσχετα είναι με την «σταυροφορία» ενάντια στον «εξτρεμιστικό» ισλαμισμό.
Σε όλα τα παραπάνω, απάντηση μας πρέπει να είναι η ανάδειξη των πραγματικών ταξικών αιτίων της ρατσιστικής βίας και η προσπάθεια να χτίσουμε σταθερές σχέσεις με τους μετανάστες συναδέλφους μας, τόσο στους χώρους δουλειάς όσο και στα σχολεία και τις γειτονιές ώστε από κοινού να διεκδικήσουμε τις ανάγκες και τα συμφέροντά μας. Απέναντι στο ρατσιστικό δηλητήριο που διασπά την τάξη μας και χτυπά την αξία της εργασιακής μας δύναμης να αντιτάξουμε την ταξική ενότητα και τους κοινούς αγώνες.
Γιώργος Σώρος