Οι πρόσφατες αλλαγές που προτάθηκαν από το υπουργείο παιδείας μιας αριστερής κυβέρνησης (χωρίς πλέον τους ΑΝΕΛ) και που υπερψηφίστηκαν και αφορούσαν την αλλαγή της μοριοδότησης για το διορισμό στο δημόσιο των εκπαιδευτικών και των ειδικών παιδαγωγών και θεραπευτών (προκειμένου για την ειδική αγωγή) χαρακτηρίζονται από την εισαγωγή ενός «προσοντολογίου» που ανά δυο χρόνια θα μεταβάλλεται με βάση τις συνεχώς επαυξημένες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Αυτή η αλλαγή αποτελεί την πρακτική εφαρμογή στο δημόσιο και ταυτόχρονα τη νοηματοδότηση της δια βίου μάθησης, δηλαδή του ατομικού αγώνα κάθε εργαζόμενου για επανακατάρτιση κατά τη διάρκεια όλου του εργάσιμου βίου του ώστε να θεωρείται επαρκώς παραγωγικός για το Κεφάλαιο.
Δεν είναι τυχαία η στιγμή που ψηφίζεται το εν λόγω «προσοντολόγιο» και οι όροι εφαρμογής του. Συνδέεται με την περιώνυμη αξιολόγηση. Αξιολόγηση που περιλαμβάνει και τις δημόσιες δομές υγείας και του κάθε εργαζόμενου σ’ αυτές. Ποιος ζητά κι από ποιον γίνεται η αξιολόγηση, με τι στόχο και με ποια κριτήρια, τα οποία υπηρετούν προφανώς αυτόν τον στόχο;
Αξιολόγηση ζητούν όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις, ακόμα και πριν τα μνημόνια, ως απαίτηση των ευρωπαϊκών πολιτικών και αποτελεί οργανικό στοιχείο της εργαλειοθήκης του ΟΑΣΑ. Αυτός λοιπόν που ζητά την αξιολόγηση είναι τα εθνικά και υπερεθνικά κρατικά/κυβερνητικά όργανα. Αν λάβουμε υπόψη μας τις αποφάσεις των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας, τουλάχιστον, και τα πρακτικά αποτελέσματά τους στον κλάδο (αλλά εξίσου σε όλο το δημόσιο) είναι ξεκάθαρο ότι το κριτήριό τους έγκειται στο πόσες περικοπές θα γίνουν στο κράτος πρόνοιας, στο πώς θα συγχωνευτούν ή καταργηθούν δημόσιες δομές υγείας, πώς θα καταργηθούν οργανικές θέσεις εργασίας στον κλάδο, ώστε ο φόρτος δουλειάς να πέφτει σε λιγότερους/ες εργαζόμενους/ες υπό συνθήκες περαιτέρω εντατικοποίησης, ώστε να μειωθεί ο αριθμός των εργαζομένων, να αυξηθεί η παραγωγικότητά τους ανά άτομο, χωρίς αύξηση μισθού, αλλά με μείωση του πλήθους των μισθών (αλλά και των υλικών, κτηριακών υποδομών) που θα υποχρεούται να καταβάλει το κράτος. Εξ αντικειμένου λοιπόν αυτό οδηγεί στην υποστελέχωση των δομών υγείας και στην περαιτέρω υποβάθμιση των αντίστοιχων υπηρεσιών. Αυτό το στόχο εξυπηρετεί η διαδικασία της αξιολόγησης.
Έτσι, ενώ αποτελεί κεντρική κατεύθυνση η υποβάθμιση του κλάδου υγείας, αυτό που υπονοεί η διαδικασία της αξιολόγησης είναι ότι η ευθύνη για την όποια υποβάθμισή του έγκειται αποκλειστικά στους εργαζόμενους/ες του κλάδου, ηθικά κι ατομικά. Πρόκειται για τον ορισμό του νεοφιλελευθερισμού! Επιπλέον η ευθύνη πέφτει ενδεχομένως και στους διευθυντές ή προϊστάμενους, αλλά όχι ως τέτοιους, όχι δηλαδή αμφισβητώντας την ιεραρχία, αλλά επειδή λειτουργούν στα πλαίσια δημόσιων δομών κι όχι ιδιωτικών. Στην τελευταία περίπτωση ξαφνικά και «μαγικά» παύει το πρόβλημα να είναι μόνο ατομικό και έγκειται στη φύση της δημόσιας δομής ή πιο σωστά στους όρους εργασίας στις δημόσιες δομές σε σχέση με τους δυσμενέστερους όρους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, οπότε ένας από τους στόχους αυτής της πολιτικής είναι οι πρώτες να προσαρμοστούν στις δεύτερες.
Τα παραπάνω ταιριάζουν με το περιεχόμενο της αξιολόγησης, που μετρά την αποδοτικότητα των εργαζομένων και των δομών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με όρους απόδοσης κερδών ή ζημιών προς το δημόσιο ταμείο, δηλαδή με τον όρο αν οι εργαζόμενοι/ες φροντίζουν ώστε οι ασθενείς τους να κοστίζουν λιγότερο στο Κράτος. Ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια σημαίνει ότι όσες δομές θεωρηθούν παραγωγικές χρηματοδοτούνται, όσες όχι αφήνονται στην τύχη τους και στην υποχρηματοδότησή τους ώστε να υποβαθμιστεί περαιτέρω η λειτουργία τους.
Δεν υπάρχουν, λοιπόν, κάποια ουδέτερα πολιτικά κριτήρια στην αξιολόγηση, υπέρ του αγαθού της υγείας και της ποιότητας ζωής κάθε ανθρώπου. Και ούτε πρόκειται να έχει τέτοιους είδους κριτήρια κάποια άλλη («καλή») αξιολόγηση, δεν υπάρχει μια ουδέτερη πολιτικά, άρα καλοπροαίρετη, αξιολόγηση.
Προς το παρόν η διαδικασία της αξιολόγησης στη δημόσια υγεία δεν προχωράει με τις προσδοκίες που θα ήθελε το υπουργείο. Το 75% των εργαζομένων δεν έχουν συμπληρώσει την ηλεκτρονική φόρμα αξιολόγησης που τους έχει σταλεί, μια μέθοδος που αποσκοπούσε στην εξατομίκευση της διαδικασίας ώστε να κατακερματίσει το σώμα των εργαζομένων. Όπως όμως αποδεικνύεται η πλειονότητα τους με την ατομική τους στάση αρνούνται τη διαδικασία της αξιολόγησης. Αυτό έχει οδηγήσει σωματεία νοσοκομείων στη συλλογική άρνηση αυτής της διαδικασίας και σε συλλογικές κινητοποιήσεις (πορείες και παραστάσεις διαμαρτυρίας στο υπουργείο υγείας) στις οποίες έχουν αναγκαστεί να προβούν οι συνδικαλιστικούς φορείς του κλάδου, παρ’ όλο που σε ομοσπονδιακό επίπεδο τα συνδικαλιστικά όργανα δεν είναι αρνητικά στην αξιολόγηση και με τους όρους που γίνεται. Προσπαθούν να παίξουν επιδέξια το ρόλο τους ως διαμεσολαβητές της ταξικής σύγκρουσης και από τη μια να ικανοποιούν το αίσθημα των εργαζομένων με αποσπασματικές κινητοποιήσεις, ενώ από την άλλη προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους για μια δίκαιη και χρήσιμη αξιολόγηση.
Από τη μεριά μας ως εργαζομένων, η οργάνωση της άρνησής μας μπορεί να γίνει αποτελεσματικότερη όσο θα γίνεται με όρους συνδικαλιστικούς «από τα κάτω». Αυτό σημαίνει ότι όπου το σωματείο ανά μονάδα υγείας δεν πριμοδοτεί τη συλλογική αντίσταση οργανώνουμε επιτροπές αγώνα ώστε όταν γίνει προσπάθεια από το Κράτος να επιβληθεί με αυταρχικότερους όρους η αξιολόγηση να είναι ήδη έτοιμες για την οργάνωση της απάντησης. Τέλος οι επιτροπές αγώνα θα ξεκαθαρίζουν στους/στις χρήστες/στριες των υπηρεσιών της δημόσιας υγείας το χαρακτήρα, τους στόχους, τα κριτήρια και τις συνέπειες της αξιολόγησης, καλώντας τις συλλογικότητες των χρόνιων χρηστών υγείας να συνδιοργανώσουν αυτόν τον αγώνα.