Μετά από σχεδόν 40 χρόνια επίμονων αγώνων για ένα από τα πιο θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών -το δικαίωμα στην έκτρωση- οι γυναίκες της Ιρλανδίας κατάφεραν να κερδίσουν την συντριπτική πλειοψηφία της ιρλανδικής κοινωνίας μακριά από τις συντηρητικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις του καθολικισμού και των πολιτικών που τις αναπαρήγαγαν.
Το «μισητό» 8ο άρθρο του Συντάγματος, όπως το αποκαλούν, ανέφερε πως «η ζωή μίας αγέννητης ύπαρξης είναι ίση με την ζωή της μητέρας», επομένως η τελευταία απαιτείται να είναι ο δίαυλος από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Από τις αρχές του ‘80 οργανωμένες δυνάμεις, κυρίως ανδροκρατούμενες και βαθιά επηρεασμένες από τις θέσεις της καθολικής εκκλησίας πίεζαν την τότε δεξιά κυβέρνηση να εγγυηθεί καταρχήν ότι υπάρχει ζωή στην ανυπαρξία και κατά δεύτερον ότι η αφαίρεση της αποτελεί δολοφονία. Οι Pro-Life(sic) καμπάνιες είχαν πολλούς αποδέκτες με αποτέλεσμα οι πιέσεις να επικρατήσουν στο δημοψήφισμα του 1983 και να περάσει το άρθρο στο Σύνταγμα του ιρλανδικού κράτους, με τα 2/3 των ιρλανδών να είναι υπέρ. Επιζητούσαν την διασφάλιση της απαγόρευσης με οποιονδήποτε τρόπο γιατί εκείνη την εποχή το γυναικείο κίνημα είχε ήδη κάνει την εμφάνιση του και έμπαινε δυναμικά στην κοινωνία με την πρωτοβουλία «Woman’s right for Choice» (δικαίωμα της γυναίκας η επιλογή) αμφισβητώντας ανοιχτά την εξέχουσα θέση της καθολικής εκκλησίας στην κοινωνία, την οποία ήδη είχε χάσει το 1972 από το σύνταγμα και προσπαθούσε να ανακτήσει.
Αυτοί οι δύο κόσμοι συγκρούονταν για δεκαετίες με το γυναικείο κίνημα να κερδίζει συνεχώς έδαφος αφού κατόρθωσε να φέρει το διαζύγιο στον δημόσιο διάλογο με αποτέλεσμα να νομιμοποιηθεί μία δεκαετία αργότερα. Κατάφερε, ακόμη να δημοσιοποιήσει σκάνδαλα που αφορούσαν βιασμούς παιδιών από ιερείς, οικονομικά σκάνδαλα της εκκλησίας και άλλα, αποδομώντας την εικόνα «απόλυτης ηθικής» που είχε χτίσει για αιώνες. Η αμφισβήτηση του καθολικισμού και γενικότερα της θρησκευτικής εξουσίας ως τέτοια, καθώς επίσης και του κράτους, το οποίο με την συνεργασία του έβαζε «πλάτες» σε κάθε μισάνθρωπη επινόηση, είναι μία από τις σημαντικότερες συμβολές των γυναικών για την φιλελευθεροποίηση της σύγχρονης ιρλανδικής κοινωνίας.
Οι δράσεις του γυναικείου κινήματος αφορούσαν την αντισύλληψη, την έκτρωση, την υγεία των γυναικών, την αυτοδιάθεση του σώματος τους αλλά και κάθε ανθρώπου. Συνδέθηκαν με το φοιτητικό, εργατικό και λοατ κίνημα και ήταν συμπεριληπτικές ως προς τις μετανάστριες, διότι οι ίδιες μετανάστευαν σε άλλες χώρες για να μπορέσουν να διακόψουν την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη τους. Δεν φοβόντουσαν να φτάσουν στην παρανομία δηλώνοντας εγγράφως ότι έχουν διαπράξει το «έγκλημα» της έκτρωσης για να σταθούν αλληλέγγυες σε γυναίκες που είχαν κρατηθεί γι’ αυτό το λόγο, ή σε μάνες που βοήθησαν τις κόρες τους να διακόψουν την κύηση τους. Οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις οργής για τις γυναίκες που ξεψύχησαν στα νοσοκομεία λόγω άρνησης των γιατρών να κάνουν την έκτρωση, ενώ οι επιπλοκές ήταν μη αναστρέψιμες.
Η νίκη του δημοψηφίσματος με 66,4% «ΝΑΙ» είναι αναμφισβήτητα μία ιστορική νίκη για την ανθρωπότητα, όμως οι αγώνες που διέπραξαν και η επιρροή τους στην κοινωνία είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Ο λόγος ότι, ακόμη και αν το δημοψήφισμα τις αδικούσε έχουν ήδη θέσει τους όρους για την αυτοδιάθεση του ανθρώπου και την αμφισβήτηση της γυναίκας ως «μηχανή» αναπαραγωγής.
Συνεχίζουμε μέχρι την πλήρη απελευθέρωση των γυναικών!
Συνεχίζουμε μέχρι την πλήρη απελευθέρωση των ανθρώπων!
Ομάδα Γυναικών της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε